- πυρηνόφιλος
- -η, -ο, Ν(οργαν. χημ.) (για άτομα, μόρια, ιόντα)1. αυτός που χάρη στην ηλεκτρονική δομή του, αποτελεί δότη ζευγών ηλεκτρονίων, αλλ. νουκλεόφιλος2. (για χημ. αντιδράσεις) αυτός στον οποίο παίρνει μέρος ένα από τα παραπάνω χημικά είδη.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. nucleophile < nucleo- «πυρήνας» + -phile (< φίλος)].
Dictionary of Greek. 2013.